τυπάρι

τυπάρι
το
1. ξύλινη ή μεταλλική σφραγίδα για αποτύπωση γραμμάτων ή σχημάτων σε προσφορές, λειτουργιές ή άλλα αντικείμενα, σφραγιστήρι.
2. κομμάτι κεριού που πήρε το σχήμα του αγγείου όπου χύθηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τυπάρι — το / τυπάριον, ΝΜ νεοελλ. 1. εκκλ. ξύλινη ή μεταλλική σφραγίδα για την αποτύπωση γραμμάτων ή σχημάτων πάνω σε προσφορές 2. καλούπι από κερί μσν. υποκορ. (για νομίσματα) αρχέτυπο σφραγιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • τυπάριον — τὸ, Μ βλ. τυπάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”